ἤμορος

ἤμορος
ἤμορος, ον,= ἄμοιρος, Hsch., Phot.:—fem. [full] ἠμορίς, ίδος, A.Fr. 165: [full] ἠμόριξεν· ἄμοιρον ἐποίησεν, Hsch. (ἤμορος [dialect] Ion. form = [dialect] Aeol. ἄμμορος (q.v.).)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ήμορος — ἤμορος, ον, θηλ. και ήμορίς (Α) αμέτοχος, άμοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητικό, με ιων. μα , κρότητα + μόρος «τμήμα μοίρα» (πρβλ. ομηρ. άμμορος). Στον Ησύχ. μαρτυρείται η γλώσσα ήμορος άμοιρος, το θηλ. ημορίς κενή, εστερημένη καθώς και ο ρηματ. τ.… …   Dictionary of Greek

  • ἤμορος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημορίς — ἠμορίς, ίδος, ἡ (Α) [ήμορος] θηλ. τού ήμορος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”